Ετυμολογία επεξεργασία. δημιουργικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δημιουργικ(ότης) + -ότητα < δημιουργικός + -ότης. Προφορά επεξεργασία · ΔΦΑ : /ði.mi ...
΄΄Η δημιουργικότητα δεν έχει καμιά σχέση με κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα – με τη ζωγραφική, την ποίηση, το χορό, το τραγούδι. Δεν έχει καμιά σχέση με κάτι ...
Jun 5, 2018 · Ωστόσο, κοινό σημείο όλων των ορισμών είναι ότι η δημιουργικότητα αναφέρεται στην ικανότητα του ανθρώπου να παράγει νέες και πρωτότυπες ιδέες, ...
Εισαγωγή. Η τάση ή διάθεση για οποιαδήποτε καινοτόμα ιδέα που αναδεικνύει τις. πνευματικές και φυσικές ικανότητες του ατόμου ως επιβεβαίωση ατομικής ή.
Κύριες μεταφράσεις. Αγγλικά, Ελληνικά. creativity n, (artistic impulse), δημιουργικότητα ουσ θηλ. Her creativity distinguished her from her peers.