αρχονταρίκι < μεσαιωνική ελληνική αρχονταρίκι/αρχονταρίκιν < αρχοντάρης < άρχοντας < αρχαία ελληνική ἄρχω. Ουσιαστικό επεξεργασία. αρχονταρίκι ουδέτερο.
Αρχονταρίκι σημαίνει “ο χώρος του μοναστηριού ο οποίος προορίζεται για την υποδοχή και την περιποίηση των επισκεπτών”. Οι εκδόσεις μας ξεκίνησαν το 2005 με έναν ...
Από το 1929 έως και σήμερα, το παραδοσιακό αρτοποιείο "Αρχονταρίκι" στη Θεσσαλονίκη, περνάει την τέχνη του από γενιά σε γενιά. 329 posts; 921 followers